
Γράφει ο Νίκος Παναγοδημητρόπουλος
Δεκαετία 1980…
τα χρόνια της Αθωότητας.
Όταν το Ταξίδι δεν σου έχει φορτώσει γνώσεις το μυαλό και η αγνή, παιδική Καρδιά δεν ψάχνει για θεολογικές απαντήσεις, αλλά ΒΙΩΝΕΙ το Μυστήριο των Παθών και της Ανάστασης.
Μεγάλη Πέμπτη
Μεγάλη Πέμπτη το μεσημέρι, μόλις σχόλαγε ο πατέρας μου από την δουλειά, φεύγαμε για το εξοχικό μας στο Λουτράκι. Το μόνο που σκεφτόμασταν με την αδελφή μου από την προηγούμενη Παρασκευή όταν και άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα για το σχολείο, ήταν το πότε θα δούμε τους φίλους μας εκεί…
τρεις μήνες το Καλοκαίρι, τα Σαββατοκύριακα του Χειμώνα και φυσικά τις γιορτές.
Μισοί Αθηναίοι, μισοί Λουτρακιώτες.
Το αίμα του Κορινθιακού φωνάζει μέσα μας…
Τότε η διαδρομή Αθήνα-Λουτράκι κρατούσε 2,5 ώρες!!!
Με το παλιό Φιατάκι 127 που είχε η οικογένεια, ήταν ολόκληρη… περιπέτεια.
Όταν φτάναμε, βγαίναμε στο μπαλκόνι με τον πατέρα μου να παίξουμε τάβλι… ήθελα χαρτζιλίκι βλέπετε.
“Δεν ντρέπεστε λίγο, Μεγάλη Πέμπτη και να παίζετε τάβλι;” να φωνάζει η μαμά.
“Μια παρτίδα ρε μαμά, ακόμη δεν έχει γίνει η Σταύρωση”, την δικαιολογία έτοιμη εγώ.
Η αδελφή μου είχε ήδη πάει στο σπίτι της φίλης της Βιβής, αδελφής του Δημήτρη, και ο Μήτσος έφευγε για “κάτω” (η παραλία του Λουτρακίου).
Με το που έβλεπα τον φίλο μου τον Δημήτρη να κατεβαίνει την Περιάνδρου (Περιάνδρου και Καραϊσκάκη το σπίτι μας) από το σπίτι του και να μου κάνει νόημα να κατέβω, έκλεινα το τάβλι, έπαιρνα το χαρτζιλίκι από το μπαμπά και φεύγαμε να βρούμε τους άλλους της παρέας τον πεζόδρομο της παραλίας (ελάτε τώρα… ΟΛΟΙ έχετε περπατήσει τον μαγικό πεζόδρομο του Λουτρακίου).

Το βράδυ ανεβαίναμε στα σπίτια μας, και οικογενειακά πηγαίναμε στην Παναγιά την Γιάτρισσα να προσκυνήσουμε τον Σταυρό και μετά σπίτι, να αλλάξουμε και να κατέβουμε ξανά στην παραλία, να κάτσουμε για μπύρα.
Μεγάλη Παρασκευή, 2 ημέρες πριν από την Κυριακή του Πάσχα
Παρασκευή πρωί μετά την Αποκαθήλωση παίρναμε σβάρνα τους Επιτάφιους, να προσκυνήσουμε και να περάσουμε από κάτω για να πάρουμε την Ευλογία (εγώ βέβαια σαν “πρώτο μπόι” δεν χρειαζόταν να σκύψω και πολύ).
Ακολουθούσε βόλτα στην παραλία, κλασσικά, καφές χωρίς γάλα λόγω νηστείας και το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής…
ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ.
Όλοι οι Επιτάφιοι να συναντιούνται στην πλατεία του Λουτρακίου, της Παναγιάς της Γιάτρισσας, του Άη Γιάννη, του Αγίου Φανουρίου και της Αγιά Μαρίνας, ενώ η Φιλαρμονική του Δήμου Λουτρακίου να παίζει το Ω Γλυκύ μου Έαρ.
Επιστροφή στο σπίτι ακολουθώντας τον δικό μας Επιτάφιο (της Παναγιάς) και μετά ξανακατεβαίναμε παραλία για μπύρα σε μαγαζιά που δεν έπαιζαν Μουσική, συμμετέχοντας στο Πένθος της ημέρας.
Μια παρασπονδία την έκανα και έτρωγα μια σοκολάτα υγείας, νηστίσιμη, γιατί Μεγάλο Σάββατο πρωί κοινωνούσαμε.
Και μετά το αντίδωρο… λουκουμάς και milko.
Μεγάλο Σάββατο, 1 ημέρα πριν από την Κυριακή του Πάσχα
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, η τηλεόραση να παίζει το “Αλίμονο στους Νέους” με τον τεράστιο Δημήτρη Χορν να πουλάει την ψυχή του στον Μεφιστοφελή για να ξαναγίνει νέος, περιμέναμε να πάει 00.00 να κάνουμε Ανάσταση να κάτσουμε να φάμε την μαγειρίτσα της μαμάς και το λίγο αρνί που είχε ψήσει για να πάρουμε “μυρωδιά” από το τραπέζι της επόμενης μέρας.
Ανάσταση κάναμε στην εκκλησία με τα λιγότερα βεγγαλικά… η αδελφή μου και η μητέρα μου φοβόντουσαν τα μπαμ μπουμ.
Επιστροφή στο σπίτι για να πάρουμε τηλέφωνο τον παππού τον Αλέκο και την γιαγιά την Χρυσούλα στην Τρίπολη, τον παππού τον Νίκο και την γιαγιά την Ευαγγελία στην Αθήνα για το “Χριστός Ανέστη” και μετά… φαγητό.
Δεν θυμάμαι νοστιμότερο φαγητό από αυτό το αρνί στις 00.30 του Μεγάλου Σαββάτου, το οποίο άξιζα και με το παραπάνω γιατί είχα νηστέψει όλη την Μεγάλη Εβδομάδα (δύο φορές στην ζωή μου μάλιστα άντεξα ολόκληρη την Σαρακοστή χωρίς κρέας, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο γιατί είμαι φανατικός κρεατοφάγος).

Κυριακή του Πάσχα
Κυριακή του Πάσχα, πρωί πρωί το αρνί στον φούρνο (δεν είχαμε κήπο να ψήσουμε), φαγητό το μεσημέρι, βόλτα με τους γονείς μας στους φίλους τους που έψηναν και μετά γυρνούσαμε σπίτι να ξαναβρούμε τους φίλους μας να κάνουμε τις βόλτες.
Δευτέρα του Πάσχα μία από τα ίδια και το απόγευμα γυρνούσαμε στην Αθήνα, να ξαναμπούμε στους ρυθμούς της πόλης.
Θεέ μου, τι υπέροχα χρόνια…
Εγώ ξέρω πως Εσύ Θεέ μου δεν ευχαριστιέσαι με το να ανεβάσω φωτογραφίες και κείμενα άλλων στο Facebook.
Ξέρω πως Εσύ ευχαριστιέσαι όταν από Καρδιάς σου λέμε ένα μεγάλο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για αυτές τις υπέροχες αναμνήσεις που μοιράζομαι τώρα δημόσια και ανοικτά για να τις διαβάσουν όσοι θέλουν και να δώσω το δικό μου Μήνυμα πως:
“Όσο πιο όμορφες οι παιδικές αναμνήσεις, τόσο πιο ευτυχισμένος ο άνθρωπος, όποια δυσκολία και να αντιμετωπίσει στην μετέπειτα ζωή του. Η παιδική ηλικία είναι το ασφαλέστερο καταφύγιο για τα παιδιά. Χτίστε όμορφες αναμνήσεις, το “κάδρο” τους να έχει ΠΑΝΤΑ “την μαμά και τον μπαμπά, τον παππού και την γιαγιά”…”
Και όλα θα πάνε καλά…
Στην φωτογραφία με τον παππού, και νονό μου, Αλέξανδρο Ηλιόπουλο, σας έχω ξαναγράψει για αυτόν (μπορείτε να το διαβάσετε εδώ), ένας σπουδαίος Έλληνας, από εκείνους τους “αθόρυβους”.
Τους εκπροσώπους της ΑΥΘΕΝΤΙΚΗΣ Δύναμης…
Βλέποντας το στυλ μου, το “λάδι” έπιασε (εκτός από το “αθόρυβο”, εγώ σαν “καπετάν Φασαρίας” κινούμαι διαφορετικά).
Ελπίζω να έχει πιάσει και στα υπόλοιπα, τα σημαντικά…
Νοσταλγία…
το Άλγος του Νόστου…
ο πόνος της Επιστροφής.
Πίσω στον Χώρο και τον Χρόνο.
Πίσω σε μια ζωή η οποία ήταν Ζωή…
©2004-2023 Νικόλαος Σ. Παναγοδημητρόπουλος
Σύμβουλος Επιχειρήσεων – Συγγραφέας
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Νικόλαος Σ. Παναγοδημητρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου του 1972. Είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων, Ειδικός Εφαρμογών Πληροφορικής, καθηγητής Ξένων Γλωσσών και Εκπαιδευτής σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς της Γνώσης.
Δείτε εδώ ένα σύντομο βιογραφικό του.
Όλα τα κείμενα που δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο είναι νομικά κατοχυρωμένα και προστατεύονται από τον Νόμο περί Πνευματικής Ιδιοκτησίας.
Απαγορεύεται ρητώς η ολική ή μερική αναδημοσίευσή τους, χωρίς να αναφέρεται η Πηγή και το όνομα του συγγραφέα.